|
το тех. глушитель #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово глушитель? — σιλανσέρ как с (ново)греческого переводится слово σιλανσέρ? — глушитель — αραβική — αντιληπτός — Συριανός — γιαπί — δώριος — οπωροπωλείο — αορτηρούχος — απαντητικό — μάππας — ταξιδιάρης — καλωδιώνω — απογοήτευση — νομίατρος — ασπρογάλανος — συχωράω — αλησμόνητος — κομματιάζω — πέθαμα — φρέζα — βουτυροκομικός — απραγματοποίητον |
|||