|
η водка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово водка? — βότκα как с (ново)греческого переводится слово βότκα? — водка — χορευταρού — δυσηχαγωγός — εμβολίαση — αυταρχικά — απλήρωτος — παραπούλι — εξολόθρευση — όχεντρα — ανόθευτα — καρκινογόνος — υποτυπωδώς — μαντρώνω — τσακπίνα — υποδύομαι — ιστιόρραμμα — ελαιώδης — λωρίδα — γαλβανίζομαι — υποσιτίζομαι — πολύγραφο — μάρτης |
|||