|
το вектор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вектор? — διάνυσμα как с (ново)греческого переводится слово διάνυσμα? — вектор — δρεπάνισμα — θαφτικά — ηλεκτροκαλλιέργεια — επιδημιολογία — τιμοκρατία — αποδυναμωτικά — απομυξιάζομαι — συμβόλαιο — μοιραστής — αμφίζωστος — πραγματογνώμων — γαλατομπούρικο — δαφνιακός — έξω — βλαισότης — επίλευκος — γαυριάς — τσίνισμα — πέραμα — κακεντρεχώς — γλυκασμένη |
|||