Новогреческий словарь
ηχοβόλιση
ηχοβόλιση
(-εως) η, ο
измерение глубины с помощью эхолота
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
измерение глубины с помощью эхолота
? —
ηχοβόλιση
как с
(ново)греческого
переводится слово
ηχοβόλιση
? — измерение глубины с помощью эхолота
#
(ново)греческий словарь
—
χατιρικός
—
ερεισματικός
—
τρυπανίζω
—
προσφώνηση
—
χλωροφορμιστής
—
ανακλίνω
—
μπιστεμένος
—
ζαριά
—
δεσποτικώς
—
ρίπημα
—
πλάνισμα
—
συμπλέγμα
—
ζεμπερέκι
—
επερχόμενον
—
λεμοναδίτσα
—
υαλόπλινθος
—
ζωσμένος
—
χαρίζω
—
επινοηματικός
—
δενδροκομείο
—
υδρομάλαξη
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,