Новогреческий словарь
ευαρεστούμενος
ευαρεστούμεν|ος
оказывающий любезность
;
λαμβάνω τήν τιμήν νά παρακαλέσω υμάς όπως ~οι... — [phrase]имею честь просить вас оказать мне любезность...[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
оказывающий любезность
? —
ευαρεστούμενος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ευαρεστούμενος
? — оказывающий любезность
#
(ново)греческий словарь
—
κολλήγισσα
—
μαύρο
—
πιομένος
—
πενταδάκτυλος
—
ανιχνεύτρια
—
αλλαντοπώλης
—
επιδεκτικότητα
—
περιλαμβάνω
—
τσιτσέκι
—
μονιστικός
—
νιφτήρας
—
μελίρρυτος
—
προπλάθω
—
σκεπάρνι
—
κυκλοτρόνιον
—
στενογράφος
—
κατεργάρικο
—
αμφιπάτριος
—
σπασμωδικός
—
ζωνάρι
—
σαδιστής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве