|
френологический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово френологический? — φρενολογικός как с (ново)греческого переводится слово φρενολογικός? — френологический — μονοιασμένος — σκληροπυρηνικός — δεδομένος — μπάμια — βόγγημα — κολάζομαι — καμπιάζω — υπόλειμμα — αρρενόθηλυς — διφασικός — πλοκάμι — βιβλιολογία — παμψυχισμός — νηρηίδα — εκζεματώδης — φόντο — ξεσβερκώνομαι — αραδαριό — κλωσσοπούλι — επιχωριάζω — μουκαλίτης |
|||