|
солеобразный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово солеобразный? — αλατοειδής как с (ново)греческого переводится слово αλατοειδής? — солеобразный — βαρόμετρο — σούρνω — εμβρυοθλάστης — σούγλιασμα — κορνιζού — γλαφυρότητα — απηλιθίωση — δεκάτευμα — φλεκτήρας — συγκρατώ — λάδι — άπαντα — ανάσεισμα — αντσα — καταχραστής — διαπραγματευτής — επιγραμματοποιός — απλωμα — αχτιδωτός — ασβεστοποιός — νεκράνθεμον |
|||