|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово προσβασιμότητα? — — θετικίστρια — επιστημονικά — εκτεθειμένος — άρκλα — εισιτήριο — χειράμαξα — ηθογράφημα — άχρηστος — εμβρυικός — καρπαθιανός — δυσαρθρία — λυπώ — κρόκη — βακέτα — ξεκουράζω — μελανότητα — επαναπίπτω — ανακοχλάζω — κατάκοπος — εύδιος — ανταλλάξιμος |
|||