|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово υπερψηφίζω? — — Θρακιώτης — αυτοπλαστικός — ασημαντολόγος — εξάπλευρος — μελανείμων — γωνιογράφος — αγκίστρι — αποδημητήρια — κακοήθεια — διχοτόμος — γεματούτσικος — λογαριασμένος — πιατικά — απεικασιά — ανώτατος — γενειοφορώ — πανδημεί — ατσίτωτος — τυροκομικός — συζητώ — αρράγιστος |
|||