Новогреческий словарь
στροβιλιστικός
στροβιλιστικός
относящийся к кружению
;
~ χορός — вальс
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
относящийся к кружению
? —
στροβιλιστικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
στροβιλιστικός
? — относящийся к кружению
#
(ново)греческий словарь
—
ανακόλουθος
—
καταστάλαγμα
—
φωτογραφία
—
μπεζαχτάς
—
έννατος
—
γειτονεύω
—
διωγμός
—
αμυντικός
—
κεράτιο
—
φούχτιασμα
—
γιαβρί
—
χερσόνησος
—
αυτοκινητοδρόμιο
—
ακομμάτιστος
—
ανεμομιλιά
—
τσιπροφονιάς
—
ψευδοκράτος
—
βρωματολογία
—
πλοϊμότης
—
αιματοβαφής
—
μιμητής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве