|
одноклеточный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово одноклеточный? — μονοκύτταρος как с (ново)греческого переводится слово μονοκύτταρος? — одноклеточный — ευπόρθητος — ασημωτός — λεγάτο — βληματόμετρο — αυτοκινητοδρόμιο — ιεροτελεστικός — λιθόστρωτο — τουφεξής — κακομοίρικα — δουλοπαροικία — φυλλοφάγος — ενθυμίζω — αγαπημένος — βιβλιεμπόρια — ορυζάλευρο — πενήντα — διάγγι — στηθοσκόπιο — ξενιστής — εκτιμητικο — πνευμονορραγία |
|||