|
(-ωτος) ο уст. плесень #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово плесень? — ευρώς как с (ново)греческого переводится слово ευρώς? — плесень — ασκίαστος — μαϊμουδήσιος — αερολογία — διεμβολή — λουσαρίζω — δεκαπενταριά — δίλαβος — κακοχωνεύω — δημιούργημα — σένα — χνουδίζω — σκληροτράχηλος — τραγουδιστικός — κατάθλιψη — χλιμάρα — βάσιμο — μισελληνισμός — κατάπληξη — βραχύκορμος — Έσπερος — ξεβούλλωμα |
|||