|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово νομοτελειακά? — — ανάλωμα — αγρίμι — ασκαπτος — τσιτσιδώνω — κρητικιός — ήρξα — γυφτοπούλα — συχνάζω — βυζάνομαι — αστροφεγγής — διαλλάσσομαι — δυναστεία — φιτίλι — κηπευτικό — καταπλημμυρίζω — αξιόχρεος — κουμπί — αλυσιτέλεια — περιδίνηση — δέψα — επιβουλεύομαι |
|||