|
το 1) клешня; 2) клещи; 3) вилы #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово клешня? — διχάλι как на (ново)греческом будет слово клещи? — διχάλι как на (ново)греческом будет слово вилы? — διχάλι как с (ново)греческого переводится слово διχάλι? — клешня, клещи, вилы — αττικός — πιτυρόλουτρο — άφθονα — αλάνθαστο — αλλαχού — εξωτερικό — εντολοδόχος — πονοκεφαλιά — λαϊκίστικα — απαίνευτος — ακαζάνιαστος — σημείωση — λιγουρεύω — μπρίκ — χειριστήριο — νυμφών — συνδιαλλακτικός — αποκλείω — αργεύω — πονόδοντος — δακράκι |
|||