|
ο упрямец #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово упрямец? — γινατσής как с (ново)греческого переводится слово γινατσής? — упрямец — σφίξιμο — καμπουριασμένος — βάβουλας — χηνάρι — ακροσταβία — κίχλα — εναγόμενος — αναρροφητής — ντεκολτέ — κρυφοσμίγω — αλάφρωμα — ένοχος — αντρείος — γκαράζι — σλαυισμός — ξεζώνομαι — επικρίνομαι — γηρατείον — ευμνημόνευτος — αφαιρώ — εδάφιση |
|||