|
ο 1) единомышленник; 2) единоверец #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово единомышленник? — ταυτόδοξος как на (ново)греческом будет слово единоверец? — ταυτόδοξος как с (ново)греческого переводится слово ταυτόδοξος? — единомышленник, единоверец — εκχείλιση — κουφάλα — καπαρωμένος — αντέκθεση — επιδιορθωτικός — καταπέφτω — ξανθογένειος — αδιακώλυτος — ληφθείς — εννεάμερα — επιξηραντικός — σκεπαστήρι — παρωκεάνειος — νεοναζί — διαστημόπλοιο — αυτοχθονισμός — εκφράσσω — εξασφάλιση — αποδελτίωση — βαλκανολόγος — σάψαλο |
|||