|
доходить до..., скатываться к... #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово доходить? — αποκαταντώ как на (ново)греческом будет слово скатываться? — αποκαταντώ как с (ново)греческого переводится слово αποκαταντώ? — доходить, скатываться — ανασφάλεια — παράτυπος — διάφραξη — ηράμην — χορδίζω — ακοχλίωτος — σχιστός — σφυγμομετρώ — δικτυωτό — διετέθην — εισόδημα — κοντράλτο — εξωφυλλίζω — αρτυμένος — τόννος — άφεση — ξεροτηγανίζομαι — σιμούν — αναβρασμένος — λιμπιστός — χαλκουργείο |
|||