|
η голодный запах (изо рта) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово голодный запах? — νηστικάδα как с (ново)греческого переводится слово νηστικάδα? — голодный запах — λεμονοπορτόκαλο — ακόσσιστος — βουβαλοπέτσι — αφαιρώ — μοιχός — ποτίζομαι — ακανθόριος — διάγνωση — αγνωμονώ — αλλοδοξία — διχοστασία — ασυσχέτιστος — χρηστικός — οφθαλμίατρος — γαλιφάρω — εξαπτέρυγος — αστένακτος — θήλυ — ξεσπάζω — ιστιοποιείο — σφιχτήρας |
|||