|
политико-экономический #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово политико-экономический? — πολιτικοοικονομικός как с (ново)греческого переводится слово πολιτικοοικονομικός? — политико-экономический — ασχημόμουτρο — μπελντές — δημοπρατικός — προφυλακτήρας — ξινόγαλο — τσαντήρι — γλωσσαράς — αχρωμάτιστος — απολέπιση — ούρο — τρελαμάρα — καπώνι — απόμαλλο — βουρκολακιάζω — συλλαβιστικός — κότσαλο — αβούλιαχτος — απαρχαιωνούμαι — ιχθυάλμη — καπήλευση — μπόλ |
|||