|
ο сип белоголовый (птица) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово сип белоголовый? — γύπας как с (ново)греческого переводится слово γύπας? — сип белоголовый — ονίσκος — φυσιολατρικός — πλατάγημα — ατελέσφορος — φιλονικία — φαλάκρας — κοσμοκρατορία — τετραδικός — μοιρολογάω — γυμνάζω — σεισμογραφία — νεόλεκτος — σχεδιάγραμμα — ξεπλατίζω — πολιτιστικώς — αντιμετριούμαι — γνωστεύω — μυροπώλις — λογοτέχνισσα — σουβλίζομαι — γιγαντίως |
|||