|
связанный; ~ χεροπόδαρα — связанный по рукам и ногам #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово связанный? — δεμένος как с (ново)греческого переводится слово δεμένος? — связанный — ανυπόχρεος — αμφίστομος — κουνέλα — λαθροϋλοτομία — πεντοζάλης — ανέκρωτος — ζαγαρομάτης — λεμονοστύφτης — βατραχίνα — απάδω — σαββατιάτικα — σκηνίτις — υδροτεχνικός — ραχοκοκκαλιά — πτωματικός — καπνοσωλήν — σφαλιαρώνω — πανδαιμόνιο — αλειψις — ανελεήμων — αλλοπαρμένος |
|||