Новогреческий словарь
δεμένος
δεμέν|ος
связанный
;
~ χεροπόδαρα — связанный по рукам и ногам
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
связанный
? —
δεμένος
как с
(ново)греческого
переводится слово
δεμένος
? — связанный
#
(ново)греческий словарь
—
κλεφταράς
—
επιτήδειος
—
μητρορραγία
—
επιμελητής
—
προβατίνος
—
αμετάλαβος
—
χαλκολαμπρίτης
—
γομφίος
—
ανακατωσιάρης
—
κεραμιδαρειό
—
υπογράφομαι
—
μεταξοσκωληκοτρόφος
—
αργοφλογιστία
—
εκβιομηχάνισμός
—
κιθαρίστρια
—
εφυάλωση
—
μυοτομία
—
σχολάω
—
φρικασσέ
—
εύφθαρτος
—
λοίδορος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,