|
το толь #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово толь? — πισσόχαρτο как с (ново)греческого переводится слово πισσόχαρτο? — толь — ενέπρησα — κρανιολόγος — γεβεντίζω — αναπτερογίζω — ρήον — υπήρξα — λυγεράδα — απροσέγγιστος — βαυκαλίζω — αρχαιότροπος — γεωπονικός — μιαρότητα — δυσμετακόμιστος — μπελαλίδικος — γαϊδουρήσιος — δελφικός — αλογινός — αμπαλλάρισμα — διακόσιοι — τσιγκουνιά — μαθός |
|||