|
черноватый; смуглый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово черноватый? — μελανωπός как на (ново)греческом будет слово смуглый? — μελανωπός как с (ново)греческого переводится слово μελανωπός? — черноватый, смуглый — πουρνάρι — φάλκο — κόρακας — αδικογεράζω — αγροτεχνική — στραβολαίμιασμα — φιαλωτός — μισο- — απωστικός — ταξάκι — κλασματικός — εφτάστερος — κομπωτής — παραγωγή — επίτροπος — ποταμοφυής — γιγαντομαχώ — πυρέσσω — λυκουρίνος — μολυβδουργία — τύπωση |
|||