|
бурлить, клокотать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бурлить? — ανακοχλάζω как на (ново)греческом будет слово клокотать? — ανακοχλάζω как с (ново)греческого переводится слово ανακοχλάζω? — бурлить, клокотать — βλαστολογω — αυτονομιστής — εκριζωηκός — ενδεικτικό — συγκυβερνήτης — ξεκαβαλλίκεμα — μερσινιά — κουσέλι — εκσκάπτομαι — αστασίαστος — ανεπιτηδειότητα — αμάζευτος — ετερογένεση — αουτσάιντερ — χωροφύλακας — νουρά — βαφτιστικός — τόλμη — δημοιρεσία — φλέκτης — γραίδιο |
|||