|
η : εβδομάδα τής Τυροφάγου — рел. сыропустная неделя #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово Τυροφάγος? — — σακκουλές — ενδύω — κέκτημαι — ακοή — εφοδραργύρωση — εκατονταετηρίδα — πνευμονόκοκκος — χαμοπέρδικα — αξιονάγνωστος — παλαιστικός — χηνάρι — τροχοφόρος — ταξινόμηση — κοτύλη — τρίστρατο — επίσχεστρον — σπερδούκλι — λευκών — στραβολαιμιάζω — σπινέλ(λ)ιο — αγελαδοκόμος |
|||