|
ο снабжение (продовольствием) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово снабжение? — επισιτισμός как с (ново)греческого переводится слово επισιτισμός? — снабжение — καταρώμαι — αστάθεια — αιμόφιλος — προγυμνάζω — Προμηθεύς — οριζοντιώνω — διορατικρός — αποστέλνω — αυλάκωμα — ελαιώδης — σπουδασμένος — υλοτομώ — κορνίστας — φάτνωση — αλουσία — στάρπη — πρασινούλης — επισκευή — δάς — γδαρμένος — διερμηνευτικός |
|||