|
το фундук (орех) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фундук? — φουντούκι как с (ново)греческого переводится слово φουντούκι? — фундук — μετωπιαίος — Βουλγάρα — δάκριο — κακοδιάθετος — χοληστερίνη — αιτιολογικός — ακαδένιαστος — απόφθεγμα — βραχογραφία — μυρρέλαιο — γραυς — Σωτήριος — Πελοπόννησος — κοιμώμαι — φασματοσκόπιο — τυραννία — διάπλαση — αιματοβρεγμένος — χειροτερεύω — αναδιφώ — διαγλυφή |
|||