|
ο конопатчик #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово конопатчик? — διανάκτης как с (ново)греческого переводится слово διανάκτης? — конопатчик — υπένδυσις — βοσκήσιμος — φηρηκιά — ψυκτήρ — ελέφαντας — βαθυσέβαστος — οκτωβριανός — ροδάνι — προσλαμβάνω — αστάφνιαστος — ερπύστρια — αγωγιμότητα — χλωμiάζω — επιλύω — ταρταρινισμός — εύθετα — δώθενε — δημοπρασία — γλυκό — οινοπνευματικός — αντιβογγώ |
|||