|
(-ρος) ο, η безрукий человек #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово безрукий человек? — άχειρ как с (ново)греческого переводится слово άχειρ? — безрукий человек — ιονισμός — συναρμογή — ιεροκήρυκας — εξορμος — καπνέμπορας — μαυροκόκκινος — μηνιαίο — φυτό — διήμερο — κοιλέντερα — παράδαρμα — αποκρεμούμαι — μικρομύκητας — λυριτζής — βραχνάδα — μονομάτης — πισθάγκωνα — υπερκόρεση — σποροδιαλογέας — λεγάτο — κουφόνοια |
|||