|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово υδρόφυτο? — — επαναδραστηριοποίηση — μουσταλευριά — εκριζωμός — απόβαθος — συνωμοσιολογικός — τυμπανοκρουσία — καταλεπτώς — καφετής — ανθεμίς — μπιντέ — υψίπυκνος — ισοσκελισμένος — φάντες — ενοφθαλμία — αναίσχυντος — κυκλοφοριακός — τζόγος — πάπρικα — ορφανεμένος — οργανώνω — αρπαχτικότητα |
|||