|
το вязальный крючок #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово вязальный крючок? — βελονάκι как с (ново)греческого переводится слово βελονάκι? — вязальный крючок — νυχτώνομαι — αντιπρόκλησις — διαφορά — αγιογδύτισσα — Αιγύπτια — κατακραυγή — δωροδοκούμαι — ομοσπονδία — κακόσαρκος — απερίσκεπτος — πρωτόλειο — μοτοποδήλατο — πτωτικά — μπασμένος — αλαφροζυγιάζω — αλατίζω — κουφίζω — δρυμός — πονοκέφαλος — χάλια — καλαμπούρι |
|||