φακελωμένος

формы словаβ
φακελωμένος



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово φακελωμένος? —


συμβιβαστικότηταπερίπτεροςπυροστάτηςβαρυντικόςμεταγένεσιςχεράτορίςαστικοποιούμαιφωταψίακομμούνατύφηξεπλήρωμακυκλοτρόνιοντεσσαρακονταετηρίδαοδοντοϊατρείοαμοιρολόγητοςκόλασμαμαγαρισιάτσιφλίκιθρηνωδίαβούβαλος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit