|
приносящий жёлуди (о деревьях) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово приносящий жёлуди? — βαλανηφόρος как с (ново)греческого переводится слово βαλανηφόρος? — приносящий жёлуди — πρέσσα — λυχνάρι — συνείδηση — ρωσοελληνικός — πρωτοποριακότητα — καλλυντικά — ναύλα — αμμόχορτα — θεοποιώ — χοντροκοπάνισμα — ηθοποιία — πυριόβολος — ένδον — λαϊκίστικος — βενετοκρατία — διαβολή — μοοσοολμάνος — αβελτίωτος — πασσάρω — σχοινένιος — λιδοδομία |
|||