|
η омлет #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово омлет? — ομελέττα как с (ново)греческого переводится слово ομελέττα? — омлет — υπαλληλίσκος — στρογγυλότητα — στρουθοκαμηλίζω — οικονομολογία — υπεξαγωγή — κολπάκι — ψυκτικά — εξιλαστήριος — τριγυρίζω — θεομπαίχτισσα — ερυσιβώδης — εντεριώνη — φωτοταχύμετρο — περίσχεσις — ισοστάθμιση — τεκνοποιώ — απαντημένος — αξυρισία — χιονοκύλισμα — ημιολία — κατατάζω |
|||