|
неузаконенный, нелегализованный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово неузаконенный? — ανομιμοποίητος как на (ново)греческом будет слово нелегализованный? — ανομιμοποίητος как с (ново)греческого переводится слово ανομιμοποίητος? — неузаконенный, нелегализованный — επίρρευμα — καλλωπιστικός — αγαλακτία — ρομαντζάδα — δεμοτοποιός — κοιμητήριο — εννιά — πληρωνόμενος — ισόνομος — ζουφώνω — ζαρζαβάτι — σακάτευμα — χνουδερός — ανθρωπότητα — γιορτή — σφυγμογραφία — μπαγιατεύω — σταυροκοπιέμαι — ροδάνι — επιβάτρια — ασυλία |
|||