|
το 1) навес; ξύλινο ~ — деревянный навес; 2) эллинг; ~ αεροπλάνων — ангар; 3) сарай #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово навес? — υπόστεγο как на (ново)греческом будет слово эллинг? — υπόστεγο как на (ново)греческом будет слово сарай? — υπόστεγο как с (ново)греческого переводится слово υπόστεγο? — навес, эллинг, сарай — συχωρεμένος — κουδουνατος — αντρογυνοχωρίστρια — αμεσουράνητος — δρυοδεψικό — πρωτοστάτης — χουζουρλού — ξανανιώνω — υπόμνηση — διόρθωση — πάμπλουτος — αρπάχνα — τριτοπρόσωπος — χαρτοβιβλιοπωλείο — αριστερόχερος — καταθέτρια — πατέντα — χρονομέτρης — ευμορφοκάμωτος — δελφίνι — δισκάδικο |
|||