|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово θηλάκιο? — — διαμηχανώμαι — μορσικός — καλόψυχος — διαφάνεια — απειρόκαλος — χαρτομαντεία — υποτιμώμαι — πετρελαιοφόρο — ενύπαρξη — αγρικώ — ξεστρατίζω — κινέζικος — αποτεφρωτήρας — κασαμπάς — σιγουράδα — θιός — πιοτί — παραδοξολογώ — ληστοσυμμορίτης — βλέπω — σοφία |
|||