Новогреческий словарь
αυτοτραυμοτίζομαι
αυτοτραυμοτίζομαι
ранить самого себя
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ранить самого себя
? —
αυτοτραυμοτίζομαι
как с
(ново)греческого
переводится слово
αυτοτραυμοτίζομαι
? — ранить самого себя
#
(ново)греческий словарь
—
διενέργεια
—
αναιτιώδης
—
διεθνιστική
—
μειράκιο
—
κεραμιδόχωμα
—
επιχορήγηση
—
ψαθωτός
—
βουρκωμένος
—
δισεξάδελφος
—
αφερματίζω
—
ερματισμός
—
φωνοκινητικός
—
επιληπτικός
—
επιγλωττίδα
—
σταλιά
—
αντιτορπιλλικός
—
διαβουκολουμαι
—
παρλαμέντο
—
χορτοκοπία
—
συμβολικά
—
γλυπτοθήκη
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве