|
το 1) кофейница; 2) старая карга (о старухе) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово кофейница? — καφεκούτι как на (ново)греческом будет слово старая карга? — καφεκούτι как с (ново)греческого переводится слово καφεκούτι? — кофейница, старая карга — σκασίλα — μπιρμπιλομάτης — αλβανόφωνος — αμαξιά — μπακάλαινα — αρδευτός — μαθητώ — αξεδιάλεχτος — χάρη — ανιπρόκοπος — καμιόνι — ενδελεχής — θυγάτηρ — άνυδρος — αναστομώνομαι — απολογήτρια — πλεμπάγια — ξοδιαστής — πλημμελώς — μονημερίτικος — κραταιός |
|||