|
судорожный; конвульсивный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово судорожный? — συσπαστικός как на (ново)греческом будет слово конвульсивный? — συσπαστικός как с (ново)греческого переводится слово συσπαστικός? — судорожный, конвульсивный — πρεζάρισμα — λιάζω — εξομαλίζω — άρμεμα — φιλαλήθης — τριχωτός — ακαρύκευτος — κατεδαφισμένος — ενεχυριαστής — ανατρέχω — κωδωνοστοιχία — απαρόπλιστο — ανωνυμογραφία — πονόδοντος — ανυπολόγιστος — νεραϊδόνημα — ενασμενίζομαι — νεύση — ξεπέζευμα — τρίχας — δαφνοστεφανωμένος |
|||