|
η : καθ' ολοκληρίαν — целиком и полностью; всецело #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ολοκληρία? — — δαιμονολογία — ξύστρο — σφάκελος — ομματοϋάλια — κρυφτούλι — γούρλιασμα — σαυροειδής — διάκλυσμα — γουρουνήσιος — προϊών — προαιρούμαι — ασφαλτόστρωτος — λαθραναγνώστης — εφίστιος — πολυτονικός — άτεκνος — κατασπαταλώμαι — απροβλεψία — πριμιτιβισμός — καλλικάντζαρίνα — εξασθενώ |
|||