Новогреческий словарь
κοκκίασις
κοκκίασις
(-εως) η мед.
грануляция
(раны)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
грануляция
? —
κοκκίασις
как с
(ново)греческого
переводится слово
κοκκίασις
? — грануляция
#
(ново)греческий словарь
—
ασχημάτιστος
—
μικροκύματα
—
δίπτυχος
—
μηρυκαστικός
—
διακομίζω
—
αναξυρίδα
—
διχάζω
—
δαψίλεια
—
κηρίο
—
υγρογράφος
—
αποθερισμός
—
αντίτυπος
—
πολύχρωμος
—
αξιάγαστος
—
ανεκτικός
—
χορδοτόνος
—
πλουτώνειος
—
ταρτάρειος
—
λαχανόφυλλο
—
απολογητικός
—
μισοτελειώνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,