|
(-εως) η мед. грануляция (раны) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово грануляция? — κοκκίασις как с (ново)греческого переводится слово κοκκίασις? — грануляция — χοντρομπαλάς — σκιάχτρο — φακελωμένος — αδρασκελάω — μύχιος — στολίδωσις — αισθητός — στενοχωρημένος — μαντήλα — κρανιολογικός — πίπισμα — τιμαριώτης — επεμβαίνω — σφουγγαράς — σύμμετρος — αστράφτω — σακχαρουρία — αρθριτικά — απανθρωπιά — περισπωμένη — μεταφόρτωση |
|||