|
распутный (о старике) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово распутный? — γεροκολασμένος как с (ново)греческого переводится слово γεροκολασμένος? — распутный — κατάπτοστος — Πρωτοχρονιά — δυσχερώς — πιάτσα — λασπουριά — διαρρηκτικός — αποκτηνώνω — αντομνύω — αμμωνία — κακείθεν — πρανές — αμπάς — αγκιστρωτός — καυσαέριο — δήθεν — εφημεριδογραφικός — σπιτονοικοκυρά — φτάρνισμα — γκαζομηχανή — ημικυρίαρχος — αλογόπετρα |
|||