|
ο 1) глина; 2) стр. раствор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово глина? — πηλός как на (ново)греческом будет слово раствор? — πηλός как с (ново)греческого переводится слово πηλός? — глина, раствор — αλληλογραφία — σαμπάνι — πνευματομάχοι — καλοτυχίζω — ρουφηξιά — ανεπιφύλακτως — φλέγω — βρογχοδιασταλτικός — ατμοπλοία — φιλέορτος — αποσείω — ακλήτευτος — στίλβων — προάστιο — κατορθώνω — εκατοντάδα — ερημονήσι — αποτέτοιος — γομολάστιχα — σκολοπισμός — ριζοτόμος |
|||