|
ο полевой сторож #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово полевой сторож? — βλεπόρης как с (ново)греческого переводится слово βλεπόρης? — полевой сторож — μπάστρα — πέδικλον — σπόγγος — αναρραγίζω — ξεμπουκάρισμα — διαλογιστικόν — δειλιάζω — συσσιτολόγιο — αφομοιωμένος — πορνογραφικά — υπέστην — ψηφίζω — βοσκάρισσα — ποθούμενο — γερμανόπληκτος — ποδόπληκτρο — κορώνω — εκκεντρικός — τρικράνι — βραχύχρονος — βαριοκαρδίζω |
|||