|
не покрывшийся пухом (о птенцах) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово не покрывшийся пухом? — άπτιλος как с (ново)греческого переводится слово άπτιλος? — не покрывшийся пухом — αποκτιέμαι — τρισμύριοι — λυγερή — στυφτικότητα — κολλητήρι — λιπώδης — βροντόφωνος — τρένο — δαμασκηνάτο — περίπατος — μαγούλα — αποστέωση — αλέκιθος — κανιβαλισμός — ανατύπωμα — γεροντοκρατία — γκαζομηχανή — αποσογκεντρώνω — ξομολογιούμαι — γλαυκομμάτα — ειδοποιημένος |
|||