|
вечный #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ωοπαραγωγικός? — — εξελίσσω — υπάγω — κατακλυσμικός — συντηρητικά — επίβρεγμα — επαφέθην — φυσίωση — επιστόμιο — μεμψιμοιρία — ρετσινολαδιά — στοματίτιδα — ορυχείο — κρεατοελιά — αναποκατάστατος — ανασπαράσσω — πορδαλάς — είκοσι — αριά — παλαιοελλαδίτισσα — φοδράρισμα — συγγράφω |
|||