|
1) крючковатый, загнутый; 2) снабжённый крючком (или крючками) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово крючковатый? — αγκιστρωτός как на (ново)греческом будет слово загнутый? — αγκιστρωτός как на (ново)греческом будет слово снабжённый крючком? — αγκιστρωτός как с (ново)греческого переводится слово αγκιστρωτός? — крючковатый, загнутый, снабжённый крючком — φιδογλωσσού — ομιλία — δισεξάδέλφη — ίσκιος — δαπάνημα — αλλοφθαλμία — αναψυχώνομαι — καπιταλίστρια — ντροπιάρικος — φιλαργυρία — ψυχεδέλεια — θετικισμός — αντιστρέψιμος — αναγαργαρίζω — ξεχορτάριασμα — αξεμπέρδευτος — διαμαχόμενοι — καταγέλαστος — κουρελαρία — πρόφαση — υφάλμυρος |
|||