|
η 1) шелкопрядение; 2) обработка шёлка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово шелкопрядение? — μεταξουργία как на (ново)греческом будет слово обработка шёлка? — μεταξουργία как с (ново)греческого переводится слово μεταξουργία? — шелкопрядение, обработка шёлка — απονερουλιασμένος — αναφερθείς — ελατήσιος — έθανον — βοβίζω — μοσχομάγκα — αστάλακτος — ολόφωτος — τροποποίηση — αφιλοξενία — εκτατός — γουβωτός — πορφυρόχρωμος — αντικανονικός — λαγουδέρα — αλληλομαχία — εγκαρδιακός — χοντρουλός — δημιουργία — πανδοχείο — θαρρύνω |
|||