|
прям., перен. ослепительный; ~όν φώς — ослепительный свет; ~ή καλλονή — ослепительная красота #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово ослепительный? — εκθαμβωτικός как с (ново)греческого переводится слово εκθαμβωτικός? — ослепительный — επανθώ — αυγουστιάτικος — μικροκλέφτης — αλλιώτικος — μεσοστρατίς — λοφάκι — οινοπνευματίασις — φετβάς — διάπηξη — ταράζομαι — νομισματοκοπία — επιτελίς — βύθισμα — ζοφερότητα — αρβανιτόπουλο — άλυσσο — επεχόμενον — επιδεινωτικός — καμπούρης — άστυφος — Αναξιμένης |
|||